- κολοβακίλλωση
- και κολιβακίλλωση, η1. ιατρ. λοίμωξη που προκαλείται από παθογόνο κολοβακτηρίδιο και η οποία εντοπίζεται συχνά στο πεπτικό σύστημα2. (κτην.) νόσος διαφόρων κατοικίδιων ζώων που εκδηλώνεται με τρεις κύριες μορφές, την κολοβακτηριακή σηψαιμία, την κολοβακτηριακή εντεροτοξιναιμία και την κολοβακτηριακή εντερίτιδα.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. colibacillose < col- (< κόλον) + bacill- < (νεολατ. bacillus < λατ. baculum) + κατάλ. -ose < -ωσις].
Dictionary of Greek. 2013.